- τοπωνύμιο
- τοτοπωνυμία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοπωνύμιο — Oνομασία πόλης και γενικά οικισμού. Στα τελευταία χρόνια τ. λέγονται και οι ονομασίες συνοικιών ή τοποθεσιών. Στην Αθήνα, τα γνωστότερα τ. είναι: Αγγελοπούλου. Ονομάστηκε έτσι από την ιδιοκτησία της οικογένειας Αγγελόπουλων Αθανάτων, που ζούσε… … Dictionary of Greek
ερίνεος — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 … Dictionary of Greek
ερινεός — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 … Dictionary of Greek
λευκόφρυς — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Αρχαία πόλη κοντά στον ποταμό Μαίανδρο της Μικράς Ασίας, με θερμή λίμνη, της οποίας το νερό ανανεωνόταν διαρκώς και ήταν πόσιμο. Στην περιοχή της υπήρχε ναός της Αρτέμιδος Λευκοφρύνης, έργο του αρχιτέκτονα Ερμογένη… … Dictionary of Greek
λεύκοφρυς — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Αρχαία πόλη κοντά στον ποταμό Μαίανδρο της Μικράς Ασίας, με θερμή λίμνη, της οποίας το νερό ανανεωνόταν διαρκώς και ήταν πόσιμο. Στην περιοχή της υπήρχε ναός της Αρτέμιδος Λευκοφρύνης, έργο του αρχιτέκτονα Ερμογένη… … Dictionary of Greek
λισσός — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη και λιμάνι της Κρήτης, επίνειο της Υρτακίνης ή της Ελύρας. Βρισκόταν στον μυχό του κόλπου του Αγίου Κυριακού, όπου σώζονται και ερείπια θεάτρου. 2. Παραλιακή πόλη της Ιλλυρίας, η ακρόπολη της οποίας ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
Βουλγάρα — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου. 1. Κορυφή (1.689 μ.) του όρους Ολύμπου στον νομό Πιερίας, στα σύνορα με τον νομό Λαρίσης, πάνω από τα στενά της Πέτρας. 2. Κορυφή (1.654 μ.) της οροσειράς Αγράφων – Νότιας Πίνδου, στα όρια των νομών Ευρυτανίας και… … Dictionary of Greek
Θόρναξ — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. 1. Λόφος της Αργολίδας, στη χερσόνησο της Ερμιόνης. Σύμφωνα με τον Παυσανία, οι κάτοικοι της περιοχής τον ονόμαζαν Κοκκύγιο, γιατί πίστευαν ότι εκεί o Δίας μεταμορφώθηκε σε κόκκυγα (κούκο). Στην… … Dictionary of Greek
Κόζιακας — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου. 1. Όρος (1.900 μ.) της Θεσσαλίας, στο κεντρικό τμήμα του νομού Τρικάλων. Ονομάζεται και Κόζακας, ενώ οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν Κερκέτιον. Ο Κ. αποτελεί προέκταση της Νότιας Πίνδου και εκτείνεται Δ της πεδιάδας… … Dictionary of Greek
Κόκκινη Μηλιά — Τοπωνύμιο που απαντάται στη λαογραφική παράδοση. Αναφέρεται ως ο τόπος καταγωγής των Τούρκων και, πιο συγκεκριμένα, ως το απώτατο σημείο από την ελληνική επικράτεια. Σύμφωνα με την παράδοση, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Έλληνες, στην… … Dictionary of Greek